- ψιθυριζόμενα
- ψιθυρίζωwhisperpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιθυριζομένας — ψιθυριζομένᾱς , ψιθυρίζω whisper pres part mp fem acc pl ψιθυριζομένᾱς , ψιθυρίζω whisper pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)